- ὀκτωκαιδεκέτης
- ὀκτωκαιδεκέτης, ες (also [suff] ὀκτωκαιδεκᾰτ-δεχέτης Supp.Epigr.4.190 (Halic., iv B. C.)),A eighteen years old, D.40.4, Theoc.15.129 :—fem. [suff] ὀκτωκαιδεκᾰτ-έτις, ιδος, AP7.167.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.